χάραξα

χάραξα
χαράσσω
make pointed
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαράζω — χάραξα, χαράχτηκα, χαραγμένος 1. κάνω γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια με μυτερό όργανο. 2. σημειώνω πάνω στο έδαφος τον άξονα δρόμου που θα κατασκευαστεί, τα θεμέλια οικοδομής κ.ά.: Χάραξαν το δρόμο που θα συνδέσει τα δύο χωριά. 3. γράφω γραμμές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαράξας — χαράξᾱς , χαράσσω make pointed aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατώ — (λ. τού κρητ. ιδιώμ.) 1. ησυχάζω, σταματώ τον αγώνα 2. κατακάθομαι, καταπέφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. κατέταξ α τού κατατάσσω με υποχωρητικό σχηματισμό τού ενεστ. κατατάζω κατά το σχήμα χάραξα: χαράζω. Εν συνεχεία ο ενεστ. αυτός μεταπλάστηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • χαράζω — χαράζω, χάραξα βλ. πίν. 23 (και ως απρόσ. χαράζει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”